- βουλαίαν
- βουλαίᾱν , βουλαίαof the councilfem acc sg (attic doric aeolic)βουλαί̱ᾱν , βουλαῖοςof the councilfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουλαίος — βουλαῑος, α, ον (Α) [βουλή] 1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο) 2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῑος»… … Dictionary of Greek